- πύραυνος
- ο, και πύραυνο(ν), το, ΝΜΑ, και κατά τον Ησύχ. πύραινος Αμεταλλικό ή και πήλινο φορητό αγγείο ανοιχτό προς τα επάνω στο οποίο ανάβεται φωτιά είτε για θέρμανση, όπως είναι το μαγκάλι, είτε για ετοιμασία φαγητού, όπως είναι η φουφούαρχ.1. αυτός που παίρνει φωτιά2. ως κύριο όν. Πύραυνοςτίτλος κωμωδίας τού Αλέξιδος και άλλων κωμικών.[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + αὔω «ανάβω φωτιά», σχηματισμένο πιθ. κατά το βαῦνος «κλίβανος, κάμινος»].
Dictionary of Greek. 2013.